Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spolveràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [spolveˈrare]

1 σκονίζομαι
2 σηκώνω σκόνη

spolveràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spolveˈrare]

ξεκονίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spoltronirsi spolverata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spolparsi (ρ.μ. (αντων.))
spolpato (επίθ.)
spoltroneggiare (ρ.αμτβ.)
spoltronire (ρ. μτβ.)
spoltronirsi (ρ.μ. (αντων.))
spolverare (ρ.αμτβ.)
spolverare (ρ. μτβ.)
spolverata (θηλ.ουσ)
spolveratore (ουσ αρσ )
spolveratura (θηλ.ουσ)
spolverina (θηλ.ουσ)
spolverino (ουσ αρσ )
spolverio (ουσ αρσ )
spolverizzare (ρ. μτβ.)
spolverizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
spolverizzatore (ουσ αρσ )
spolvero (ουσ αρσ )
sponda (θηλ.ουσ)
spondaico (επίθ.)
spondeo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---