spolpàre
 
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [spolˈpare]
1 ξεκοκαλίζω
2 απογυμνώνω από περιουσιακά στοιχεία
3 γδέρνω
4 ξεψαχνίζω
5 βγάζω τη σάρκα από
spolparsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [spolˈparsi]
1 απογυμνώνομαι (από περιουσιακά στοιχεία κλπ)
2 γίνομαι σκελετός
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [spolˈpare]
1 ξεκοκαλίζω
2 απογυμνώνω από περιουσιακά στοιχεία
3 γδέρνω
4 ξεψαχνίζω
5 βγάζω τη σάρκα από
spolparsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [spolˈparsi]
1 απογυμνώνομαι (από περιουσιακά στοιχεία κλπ)
2 γίνομαι σκελετός
permalink
spolpare (ρ. μτβ.)
spolparsi (ρ.μ. (αντων.))
                
                Οι Ιστοτοποι Μασ
                - Dizionario italiano
 - Grammatica italiana
 - Verbi Italiani
 - Dizionario latino
 - Dizionario greco antico
 - Dizionario francese
 - Dizionario inglese
 - Dizionario tedesco
 - Dizionario spagnolo
 - Dizionario greco moderno
 - Dizionario piemontese
 
En français
                
                
                In english
                
                
                In Deutsch
                
                
                En español
                
                
                Em portugues
                
                
                По русски
                
                
                Στα ελληνικά
                
                
                Ën piemontèis
                
                Οι κινητές εφαρμογές μας
                Android