Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spoltroneggiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [spoltronedˈʤare]

1 χασομερώ
2 τεμπελιάζω
3 αποφεύγω τα δύσκολα
4 χαζολογώ
5 λουφάρω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spolpato spoltronire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spollonatura (θηλ.ουσ)
spolmonarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spolpare (ρ. μτβ.)
spolparsi (ρ.μ. (αντων.))
spolpato (επίθ.)
spoltroneggiare (ρ.αμτβ.)
spoltronire (ρ. μτβ.)
spoltronirsi (ρ.μ. (αντων.))
spolverare (ρ.αμτβ.)
spolverare (ρ. μτβ.)
spolverata (θηλ.ουσ)
spolveratore (ουσ αρσ )
spolveratura (θηλ.ουσ)
spolverina (θηλ.ουσ)
spolverino (ουσ αρσ )
spolverio (ουσ αρσ )
spolverizzare (ρ. μτβ.)
spolverizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
spolverizzatore (ουσ αρσ )
spolvero (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---