Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spoltronìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spoltroˈnire]

1 ξυπνώ
2 τινάζω πέρα την τεμπελιά
3 σηκώνομαι από την τεμπελιά

spoltronirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [spoltroˈnirsi]

1 αφυπνίζομαι
2 τινάζομαι από την τεμπελιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spoltroneggiare spolverare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spolmonarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spolpare (ρ. μτβ.)
spolparsi (ρ.μ. (αντων.))
spolpato (επίθ.)
spoltroneggiare (ρ.αμτβ.)
spoltronire (ρ. μτβ.)
spoltronirsi (ρ.μ. (αντων.))
spolverare (ρ.αμτβ.)
spolverare (ρ. μτβ.)
spolverata (θηλ.ουσ)
spolveratore (ουσ αρσ )
spolveratura (θηλ.ουσ)
spolverina (θηλ.ουσ)
spolverino (ουσ αρσ )
spolverio (ουσ αρσ )
spolverizzare (ρ. μτβ.)
spolverizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
spolverizzatore (ουσ αρσ )
spolvero (ουσ αρσ )
sponda (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---