Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spòglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspɔʎʎo]

1 λεπτομερής εξέταση
2 εξονύχιση
3 βγαλμένο ρούχο
4 πεταμένο ρούχο
5 εξονυχιστική έρευνα
6 καταμέτρηση
7 υπολογισμός
8 εξέταση
9 λογαριασμός

spòglio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈspɔʎʎo]

1 γδυτός
2 γυμνός
3 ακάλυπτος
4 άντυτος
5 ολόγυμνος
6 αποστερημένος
7 στερημένος
8 γυμνωμένος
9 απογυμνωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spogliatura spola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spogliarellista (ουσ αρσ και θηλ.)
spogliarello (ουσ αρσ )
spogliatoio (ουσ αρσ )
spogliatore (ουσ αρσ )
spogliatura (θηλ.ουσ)
spoglio (ουσ αρσ )
spoglio (επίθ.)
spola (θηλ.ουσ)
spolatrice (θηλ.ουσ)
spolatura (θηλ.ουσ)
spoletta (θηλ.ουσ)
spolettiera (θηλ.ουσ)
spoliazione (θηλ.ουσ)
spoliticizzare (ρ. μτβ.)
spoliticizzazione (θηλ.ουσ)
spollinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spollonare (ρ. μτβ.)
spollonatura (θηλ.ουσ)
spolmonarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spolpare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---