Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spòla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspɔla]

1 μασούρι
2 μπομπίνα
3 νήμα σε μασούρι
4 μηχανισμός νήματος ραπτομηχανής
5 καρούλι
6 κουβαρίστρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spoglio spolatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spogliatoio (ουσ αρσ )
spogliatore (ουσ αρσ )
spogliatura (θηλ.ουσ)
spoglio (ουσ αρσ )
spoglio (επίθ.)
spola (θηλ.ουσ)
spolatrice (θηλ.ουσ)
spolatura (θηλ.ουσ)
spoletta (θηλ.ουσ)
spolettiera (θηλ.ουσ)
spoliazione (θηλ.ουσ)
spoliticizzare (ρ. μτβ.)
spoliticizzazione (θηλ.ουσ)
spollinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spollonare (ρ. μτβ.)
spollonatura (θηλ.ουσ)
spolmonarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spolpare (ρ. μτβ.)
spolparsi (ρ.μ. (αντων.))
spolpato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---