Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spogliatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spoʎʎaˈtura]

1 γύμνωση
2 ξεγύμνωμα
3 γδύσιμο
4 γύμνωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spogliatore spoglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spogliarsi (ρ.μ. (αντων.))
spogliarellista (ουσ αρσ και θηλ.)
spogliarello (ουσ αρσ )
spogliatoio (ουσ αρσ )
spogliatore (ουσ αρσ )
spogliatura (θηλ.ουσ)
spoglio (ουσ αρσ )
spoglio (επίθ.)
spola (θηλ.ουσ)
spolatrice (θηλ.ουσ)
spolatura (θηλ.ουσ)
spoletta (θηλ.ουσ)
spolettiera (θηλ.ουσ)
spoliazione (θηλ.ουσ)
spoliticizzare (ρ. μτβ.)
spoliticizzazione (θηλ.ουσ)
spollinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spollonare (ρ. μτβ.)
spollonatura (θηλ.ουσ)
spolmonarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---