spocchiòne
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [spokˈkjɔne]
1 μεγαλορρήμων άνθρωπος
2 κομπορρήμων άνθρωπος
3 παινεσιάρης
4 περήφανος αλαζονικός και θορυβώδης άνθρωπος
5 κομπαστής άνθρωπος
6 αλαζόνας άνθρωπος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [spokˈkjɔne]
1 μεγαλορρήμων άνθρωπος
2 κομπορρήμων άνθρωπος
3 παινεσιάρης
4 περήφανος αλαζονικός και θορυβώδης άνθρωπος
5 κομπαστής άνθρωπος
6 αλαζόνας άνθρωπος
permalink
spocchione (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android