Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


splènio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsplɛnjo]

1 σπληνίο
2 επίθεμα
3 γάζα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  splenico splenite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

splenectomia (θηλ.ουσ)
splenetico (ουσ αρσ )
splenetico (επίθ.)
splenico (ουσ αρσ )
splenico (επίθ.)
splenio (ουσ αρσ )
splenite (θηλ.ουσ)
splenomegalia (θηλ.ουσ)
spocchia (θηλ.ουσ)
spocchione (ουσ αρσ )
spocchioso (αρσ. επίθ και ουσ)
spodestamento (ουσ αρσ )
spodestare (ρ. μτβ.)
spodestato (επίθ.)
spoetizzare (ρ. μτβ.)
spoglia (θηλ.ουσ)
spogliare (ρ. μτβ.)
spogliarsi (ρ.μ. (αντων.))
spogliarellista (ουσ αρσ και θηλ.)
spogliarello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---