Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


splendóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [splenˈdore]

1 λαμπράδα
2 λάμπος
3 μεγαλειότητα
4 λαμπεράδα
5 φαεινότης
6 φωτεινότητα
7 στιλπνότητα
8 στίλβη
9 μεγαλείο
10 μεγαλοπρέπεια
11 λαμπρότητα
12 λάμψη
13 ακτινοβολία
14 δόξα
15 πομπώδης επίδειξη
16 αίγλη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  splendido splene  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

splendente (επίθ.)
splendere (ρ.αμτβ.)
splendidamente (επίρ.)
splendidezza (θηλ.ουσ)
splendido (επίθ.)
splendore (ουσ αρσ )
splene (ουσ αρσ )
splenectomia (θηλ.ουσ)
splenetico (ουσ αρσ )
splenetico (επίθ.)
splenico (ουσ αρσ )
splenico (επίθ.)
splenio (ουσ αρσ )
splenite (θηλ.ουσ)
splenomegalia (θηλ.ουσ)
spocchia (θηλ.ουσ)
spocchione (ουσ αρσ )
spocchioso (αρσ. επίθ και ουσ)
spodestamento (ουσ αρσ )
spodestare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---