Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiroidàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spirojˈdale]

1 σπιράλ
2 ελικοειδής
3 σπειροειδής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spirochetosi spirometria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spiritualizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiritualizzazione (θηλ.ουσ)
spiritualmente (επίρ.)
spirocheta (θηλ.ουσ)
spirochetosi (θηλ.ουσ)
spiroidale (επίθ.)
spirometria (θηλ.ουσ)
spirometro (ουσ αρσ )
spiumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
splancnico (επίθ.)
splancnocranio (ουσ αρσ )
splancnologia (θηλ.ουσ)
splenalgia (θηλ.ουσ)
splendente (επίθ.)
splendere (ρ.αμτβ.)
splendidamente (επίρ.)
splendidezza (θηλ.ουσ)
splendido (επίθ.)
splendore (ουσ αρσ )
splene (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---