Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspirometrìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,spiromeˈtria] 1 σπειρομετρία 2 πνοομετρία 3 αναπνοομετρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |