Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiritualizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spiritualidˈdzare]

1 εξαϋλώνω
2 παρουσιάζω ιδανικά
3 εξιδανικεύω
4 αγνίζω
5 εξαγνίζω

spiritualizzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [spiritualidˈdzarsi]

εξαγνίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spiritualità spiritualizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spirituale (επίθ.)
spiritualismo (ουσ αρσ )
spiritualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
spiritualistico (επίθ.)
spiritualità (θηλ.ουσ)
spiritualizzare (ρ. μτβ.)
spiritualizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiritualizzazione (θηλ.ουσ)
spiritualmente (επίρ.)
spirocheta (θηλ.ουσ)
spirochetosi (θηλ.ουσ)
spiroidale (επίθ.)
spirometria (θηλ.ουσ)
spirometro (ουσ αρσ )
spiumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
splancnico (επίθ.)
splancnocranio (ουσ αρσ )
splancnologia (θηλ.ουσ)
splenalgia (θηλ.ουσ)
splendente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---