Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiritualità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spiritualiˈta]

1 συμμόρφωση σε θρησκευτικές ή πνευματικές αξίες
2 πνευματικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spiritualistico spiritualizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spirituale (ουσ αρσ )
spirituale (επίθ.)
spiritualismo (ουσ αρσ )
spiritualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
spiritualistico (επίθ.)
spiritualità (θηλ.ουσ)
spiritualizzare (ρ. μτβ.)
spiritualizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiritualizzazione (θηλ.ουσ)
spiritualmente (επίρ.)
spirocheta (θηλ.ουσ)
spirochetosi (θηλ.ουσ)
spiroidale (επίθ.)
spirometria (θηλ.ουσ)
spirometro (ουσ αρσ )
spiumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
splancnico (επίθ.)
splancnocranio (ουσ αρσ )
splancnologia (θηλ.ουσ)
splenalgia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---