Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiritosàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spiritoˈsadʤine]

1 έξυπνο αστείο
2 χιουμοριστική παρατήρηση
3 σαχλαμάρα (ειρωνικά)
4 κρύο αστείο (ειρωνικά)
5 ευφυολόγημα
6 εξυπνάδα (αστείο)
7 πνευματώδης λόγος
8 πνεύμα (αστείο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spirito spiritosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spiritico (επίθ.)
spiritismo (ουσ αρσ )
spiritista (ουσ αρσ και θηλ.)
spiritistico (επίθ.)
spirito (ουσ αρσ )
spiritosaggine (θηλ.ουσ)
spiritosamente (επίρ.)
spiritosità (θηλ.ουσ)
spiritoso (επίθ.)
spirituale (ουσ αρσ )
spirituale (επίθ.)
spiritualismo (ουσ αρσ )
spiritualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
spiritualistico (επίθ.)
spiritualità (θηλ.ουσ)
spiritualizzare (ρ. μτβ.)
spiritualizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiritualizzazione (θηλ.ουσ)
spiritualmente (επίρ.)
spirocheta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---