Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiritosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spiritosiˈta]

1 έξυπνο αστείο
2 αστειάκι
3 αστειότητα
4 εξυπνάδα
5 ετοιμότητα λόγου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spiritosamente spiritoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spiritista (ουσ αρσ και θηλ.)
spiritistico (επίθ.)
spirito (ουσ αρσ )
spiritosaggine (θηλ.ουσ)
spiritosamente (επίρ.)
spiritosità (θηλ.ουσ)
spiritoso (επίθ.)
spirituale (ουσ αρσ )
spirituale (επίθ.)
spiritualismo (ουσ αρσ )
spiritualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
spiritualistico (επίθ.)
spiritualità (θηλ.ουσ)
spiritualizzare (ρ. μτβ.)
spiritualizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiritualizzazione (θηλ.ουσ)
spiritualmente (επίρ.)
spirocheta (θηλ.ουσ)
spirochetosi (θηλ.ουσ)
spiroidale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---