Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spirìtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spiˈritiko]

πνευματιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spiritello spiritismo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


seduta [θηλ.] spiritica = η πνευμαστική συγκέντρωση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spirillo (ουσ αρσ )
spiritare (ρ.αμτβ.)
spiritato (ουσ αρσ )
spiritato (επίθ.)
spiritello (ουσ αρσ )
spiritico (επίθ.)
spiritismo (ουσ αρσ )
spiritista (ουσ αρσ και θηλ.)
spiritistico (επίθ.)
spirito (ουσ αρσ )
spiritosaggine (θηλ.ουσ)
spiritosamente (επίρ.)
spiritosità (θηλ.ουσ)
spiritoso (επίθ.)
spirituale (ουσ αρσ )
spirituale (επίθ.)
spiritualismo (ουσ αρσ )
spiritualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
spiritualistico (επίθ.)
spiritualità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---