Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspilungóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spilunˈgone] 1 νταγλαράς 2 άνθρωπος ψηλός και άγαρμπος 3 κρεμανταλάς 4 μαντράχαλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |