Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspin
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈspin] 1 σβούρισμα 2 περιστροφή περί άξονα 3 σπιν (φυσική) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |