Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspìllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈspillo] η καρφίτσα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαtacchi [αρσ. πλυθ.] a spillo = τα μυτερά τακούνια Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |