Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spigolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spigoˈlare]

1 μαζεύω πίσω από θεριστή
2 μαζεύω πληροφορίες μία-μία
3 συλλέγω ένα-ένα
4 μαζεύω αυτά που αφήνουν θεριστές
5 σταχολογώ
6 σταχυολογώ
7 συλλέγω ένα-ένα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spigola spigolatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spignattare (ρ.αμτβ.)
spignoramento (ουσ αρσ )
spignorare (ρ. μτβ.)
spigo (ουσ αρσ )
spigola (θηλ.ουσ)
spigolare (ρ. μτβ.)
spigolatore (ουσ αρσ )
spigolatrice (θηλ.ουσ)
spigolatura (θηλ.ουσ)
spigolo (ουσ αρσ )
spigolosità (θηλ.ουσ)
spigoloso (επίθ.)
spigrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spilla (θηλ.ουσ)
spillaio (ουσ αρσ )
spillare (ρ.αμτβ.)
spillare (ρ. μτβ.)
spillatico (ουσ αρσ )
spillatura (θηλ.ουσ)
spillo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---