Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spignoràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spiɲɲoˈrare]

1 εξαγοράζω ποινή
2 εξαγοράζω υπόλοιπο οφειλής (και παίρνω πίσω ενέχυρο)
3 απαλλάσσω από κατάσχεση
4 απελευθερώνω με λύτρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spignoramento spigo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spigliatamente (επίρ.)
spigliatezza (θηλ.ουσ)
spigliato (επίθ.)
spignattare (ρ.αμτβ.)
spignoramento (ουσ αρσ )
spignorare (ρ. μτβ.)
spigo (ουσ αρσ )
spigola (θηλ.ουσ)
spigolare (ρ. μτβ.)
spigolatore (ουσ αρσ )
spigolatrice (θηλ.ουσ)
spigolatura (θηλ.ουσ)
spigolo (ουσ αρσ )
spigolosità (θηλ.ουσ)
spigoloso (επίθ.)
spigrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spilla (θηλ.ουσ)
spillaio (ουσ αρσ )
spillare (ρ.αμτβ.)
spillare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---