Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spignoraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spiɲɲoraˈmento]

1 αποπληρωμή υπολοίπου ποσού
2 αποπληρωμή ποσού με λήψη πίσω του ενεχύρου
3 λύτρωση
4 απαλλαγή από κατάσχεση
5 εξαγορά υπολοίπου ποσού ή ποινής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spignattare spignorare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spigionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spigliatamente (επίρ.)
spigliatezza (θηλ.ουσ)
spigliato (επίθ.)
spignattare (ρ.αμτβ.)
spignoramento (ουσ αρσ )
spignorare (ρ. μτβ.)
spigo (ουσ αρσ )
spigola (θηλ.ουσ)
spigolare (ρ. μτβ.)
spigolatore (ουσ αρσ )
spigolatrice (θηλ.ουσ)
spigolatura (θηλ.ουσ)
spigolo (ουσ αρσ )
spigolosità (θηλ.ουσ)
spigoloso (επίθ.)
spigrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spilla (θηλ.ουσ)
spillaio (ουσ αρσ )
spillare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---