Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspigliàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [spiʎˈʎato] 1 κάποιος με αέρα άνεσης και υπεροχής 2 ξένοιαστος 3 άνετος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |