Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spietatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spjetaˈtettsa]

1 απονιά
2 απανθρωπιά
3 σκληροκαρδία
4 πετροψυχιά
5 αιμοβορία
6 ασπλαχνιά
7 αναλγησία
8 αναισθησία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spietatamente spietato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spiegazione (θηλ.ουσ)
spiegazzare (ρ. μτβ.)
spiegazzato (επίθ.)
spiegazzatura (θηλ.ουσ)
spietatamente (επίρ.)
spietatezza (θηλ.ουσ)
spietato (επίθ.)
spietrare (ρ. μτβ.)
spietratore (ουσ αρσ )
spietratura (θηλ.ουσ)
spifferare (ρ.αμτβ.)
spifferare (ρ. μτβ.)
spifferata (θηλ.ουσ)
spiffero (ουσ αρσ )
spifferone (ουσ αρσ )
spiga (θηλ.ουσ)
spigare (ρ.αμτβ.)
spigato (ουσ αρσ )
spigatura (θηλ.ουσ)
spighetta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---