Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiegazzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spjegatˈtsare]

1 στραπατσάρω
2 πτυχώνω
3 πιέζω ή ζουλάω εκτός σχήματος
4 ζαρώνω
5 τσαλακώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spiegazione spiegazzato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spiegarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiegativo (επίθ.)
spiegato (επίθ.)
spiegatura (θηλ.ουσ)
spiegazione (θηλ.ουσ)
spiegazzare (ρ. μτβ.)
spiegazzato (επίθ.)
spiegazzatura (θηλ.ουσ)
spietatamente (επίρ.)
spietatezza (θηλ.ουσ)
spietato (επίθ.)
spietrare (ρ. μτβ.)
spietratore (ουσ αρσ )
spietratura (θηλ.ουσ)
spifferare (ρ.αμτβ.)
spifferare (ρ. μτβ.)
spifferata (θηλ.ουσ)
spiffero (ουσ αρσ )
spifferone (ουσ αρσ )
spiga (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---