Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiegàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spjeˈgato]

1 ξεδιπλωμένος
2 αναπτυγμένος (για στρατό)
3 φουσκωμένος (για πανιά)
4 απλωμένος
5 ανοιχτός
6 ξεκάθαρος
7 σαφής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spiegativo spiegatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spiegabile (επίθ.)
spiegamento (ουσ αρσ )
spiegare (ρ. μτβ.)
spiegarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiegativo (επίθ.)
spiegato (επίθ.)
spiegatura (θηλ.ουσ)
spiegazione (θηλ.ουσ)
spiegazzare (ρ. μτβ.)
spiegazzato (επίθ.)
spiegazzatura (θηλ.ουσ)
spietatamente (επίρ.)
spietatezza (θηλ.ουσ)
spietato (επίθ.)
spietrare (ρ. μτβ.)
spietratore (ουσ αρσ )
spietratura (θηλ.ουσ)
spifferare (ρ.αμτβ.)
spifferare (ρ. μτβ.)
spifferata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---