Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiegatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spjegaˈtura]

1 ανάπτυξη
2 τέντωμα
3 άνοιγμα
4 ξεδίπλωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spiegato spiegazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spiegamento (ουσ αρσ )
spiegare (ρ. μτβ.)
spiegarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiegativo (επίθ.)
spiegato (επίθ.)
spiegatura (θηλ.ουσ)
spiegazione (θηλ.ουσ)
spiegazzare (ρ. μτβ.)
spiegazzato (επίθ.)
spiegazzatura (θηλ.ουσ)
spietatamente (επίρ.)
spietatezza (θηλ.ουσ)
spietato (επίθ.)
spietrare (ρ. μτβ.)
spietratore (ουσ αρσ )
spietratura (θηλ.ουσ)
spifferare (ρ.αμτβ.)
spifferare (ρ. μτβ.)
spifferata (θηλ.ουσ)
spiffero (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---