Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspiegaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spjegaˈmento] 1 ξετύλιγμα 2 ανάπτυξη (στρατευμάτων) 3 άπλωμα 4 τέντωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |