Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiedàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spjeˈdata]

1 οβελίας
2 κρέας στη σούβλα
3 σουβλιστό κρέας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spidocchiarsi spiedino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spicilegio (ουσ αρσ )
spicola (θηλ.ουσ)
spider (ουσ αρσ και θηλ.)
spidocchiare (ρ. μτβ.)
spidocchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiedata (θηλ.ουσ)
spiedino (ουσ αρσ )
spiedo (ουσ αρσ )
spiegabile (επίθ.)
spiegamento (ουσ αρσ )
spiegare (ρ. μτβ.)
spiegarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiegativo (επίθ.)
spiegato (επίθ.)
spiegatura (θηλ.ουσ)
spiegazione (θηλ.ουσ)
spiegazzare (ρ. μτβ.)
spiegazzato (επίθ.)
spiegazzatura (θηλ.ουσ)
spietatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---