Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiegàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spjeˈgabile]

1 εξηγήσιμος
2 εξηγητός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spiedo spiegamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spidocchiare (ρ. μτβ.)
spidocchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiedata (θηλ.ουσ)
spiedino (ουσ αρσ )
spiedo (ουσ αρσ )
spiegabile (επίθ.)
spiegamento (ουσ αρσ )
spiegare (ρ. μτβ.)
spiegarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiegativo (επίθ.)
spiegato (επίθ.)
spiegatura (θηλ.ουσ)
spiegazione (θηλ.ουσ)
spiegazzare (ρ. μτβ.)
spiegazzato (επίθ.)
spiegazzatura (θηλ.ουσ)
spietatamente (επίρ.)
spietatezza (θηλ.ουσ)
spietato (επίθ.)
spietrare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---