Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspìcco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈspikko] 1 διάκριση 2 φιγούρα 3 εντύπωση 4 σφριγηλότητα 5 φάνταγμα 6 διάκριση 7 ξεχώρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |