Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spìcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspikko]

1 διάκριση
2 φιγούρα
3 εντύπωση
4 σφριγηλότητα
5 φάνταγμα
6 διάκριση
7 ξεχώρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spicciolo spicconare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spiccio (επίθ.)
spicciolame (ουσ αρσ )
spicciolare (ρ. μτβ.)
spicciolato (επίθ.)
spicciolo (ουσ αρσ )
spicco (ουσ αρσ )
spicconare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spicilegio (ουσ αρσ )
spicola (θηλ.ουσ)
spider (ουσ αρσ και θηλ.)
spidocchiare (ρ. μτβ.)
spidocchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiedata (θηλ.ουσ)
spiedino (ουσ αρσ )
spiedo (ουσ αρσ )
spiegabile (επίθ.)
spiegamento (ουσ αρσ )
spiegare (ρ. μτβ.)
spiegarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiegativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---