Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spìccio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈspitʧo]

1 φουριόζικος
2 σπασμωδικός
3 σπουδαχτικός
4 εσπευσμένος
5 γοργός
6 γρήγορος
7 ραγδαίος
8 βεβιασμένος
9 ανυπόμονος
10 βιαστικός
11 επειγόμενος
12 πρόχειρος
13 ορμητικός
14 κλεφτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spiccicato spicciolame  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spicciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spicciativo (επίθ.)
spiccicare (ρ. μτβ.)
spiccicarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiccicato (επίθ.)
spiccio (επίθ.)
spicciolame (ουσ αρσ )
spicciolare (ρ. μτβ.)
spicciolato (επίθ.)
spicciolo (ουσ αρσ )
spicco (ουσ αρσ )
spicconare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spicilegio (ουσ αρσ )
spicola (θηλ.ουσ)
spider (ουσ αρσ και θηλ.)
spidocchiare (ρ. μτβ.)
spidocchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiedata (θηλ.ουσ)
spiedino (ουσ αρσ )
spiedo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---