Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spicciolàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spitʧoˈlato]

1 ο σε κέρματα
2 ο σε ψιλά
3 κοντός και αδύνατος (ειρωνικά)
4 ο σε κέρματα
5 ο σε ψιλά
6 ο σε λιανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spicciolare spicciolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spiccicarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiccicato (επίθ.)
spiccio (επίθ.)
spicciolame (ουσ αρσ )
spicciolare (ρ. μτβ.)
spicciolato (επίθ.)
spicciolo (ουσ αρσ )
spicco (ουσ αρσ )
spicconare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spicilegio (ουσ αρσ )
spicola (θηλ.ουσ)
spider (ουσ αρσ και θηλ.)
spidocchiare (ρ. μτβ.)
spidocchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiedata (θηλ.ουσ)
spiedino (ουσ αρσ )
spiedo (ουσ αρσ )
spiegabile (επίθ.)
spiegamento (ουσ αρσ )
spiegare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---