Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspicciatìvo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [spitʧaˈtivo] 1 ανυπόμονος 2 βεβιασμένος 3 βίαιος 4 απότομος 5 ραγδαίος 6 βιαστικός 7 γρήγορος 8 βεβιασμένος 9 φουριόζικος 10 σπασμωδικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |