Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspicchiàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [spikˈkjare] 1 κόβω σε φέτες 2 τεμαχίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |