Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiccàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [spikˈkato]

1 σημειωμένος
2 εντυπωσιακός
3 σημαδιακός
4 αξιοπρόσεκτος
5 έκδηλος
6 ζωηρός
7 φανταχτερός
8 φανταχτός
9 φαντεζί
10 χτυπητός
11 καταφανής
12 ολοφάνερος
13 ξεχωριστός
14 ευδιάκριτος
15 ευκρινής
16 πρόδηλος
17 πεντακάθαρος
18 πασίδηλος
19 οφθαλμοφανής
20 πασιφανής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spiccatamente spicchiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spiccante (επίθ.)
spiccare (ρ.αμτβ.)
spiccare (ρ. μτβ.)
spiccarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiccatamente (επίρ.)
spiccato (αρσ. επίθ και ουσ)
spicchiare (ρ. μτβ.)
spicchio (ουσ αρσ )
spicciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spicciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spicciativo (επίθ.)
spiccicare (ρ. μτβ.)
spiccicarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiccicato (επίθ.)
spiccio (επίθ.)
spicciolame (ουσ αρσ )
spicciolare (ρ. μτβ.)
spicciolato (επίθ.)
spicciolo (ουσ αρσ )
spicco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---