Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiantàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spjanˈtato]

1 αδέκαρος άνθρωπος
2 αναπαραδιάρης
3 μπατίρης

spiantàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spjanˈtato]

1 απένταρος
2 μπατιρημένος
3 χρεοκοπημένος
4 ξεριζωμένος
5 αδέκαρος
6 άφραγκος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spiantarsi spiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spianatrice (θηλ.ουσ)
spianatura (θηλ.ουσ)
spiano (ουσ αρσ )
spiantare (ρ. μτβ.)
spiantarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiantato (ουσ αρσ )
spiantato (επίθ.)
spiare (ρ. μτβ.)
spiata (θηλ.ουσ)
spiattellare (ρ. μτβ.)
spiattellatamente (επίρ.)
spiazzare (ρ. μτβ.)
spiazzata (θηλ.ουσ)
spiazzato (επίθ.)
spiazzo (ουσ αρσ )
spiccace (επίθ.)
spiccagnolo (επίθ.)
spiccante (επίθ.)
spiccare (ρ.αμτβ.)
spiccare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---