Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiattellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spjattelˈlare]

1 φλυαρώ
2 ξεφουρνίζω (μυστικό)
3 δείχνω ξεκάθαρα (χωρίς να κρύβομαι ή να κρύβω)
4 λέω ανοιχτά
5 μιλώ ξεκάθαρα
6 διαδίδω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spiata spiattellatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spiantarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiantato (ουσ αρσ )
spiantato (επίθ.)
spiare (ρ. μτβ.)
spiata (θηλ.ουσ)
spiattellare (ρ. μτβ.)
spiattellatamente (επίρ.)
spiazzare (ρ. μτβ.)
spiazzata (θηλ.ουσ)
spiazzato (επίθ.)
spiazzo (ουσ αρσ )
spiccace (επίθ.)
spiccagnolo (επίθ.)
spiccante (επίθ.)
spiccare (ρ.αμτβ.)
spiccare (ρ. μτβ.)
spiccarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiccatamente (επίρ.)
spiccato (αρσ. επίθ και ουσ)
spicchiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---