Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spianatrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spjanaˈtriʧe]

1 μηχανή ισιώματος
2 οδοστρωτήρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spianatore spianatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spianarsi (ρ.μ. (αντων.))
spianata (θηλ.ουσ)
spianatoia (θηλ.ουσ)
spianatoio (ουσ αρσ )
spianatore (ουσ αρσ )
spianatrice (θηλ.ουσ)
spianatura (θηλ.ουσ)
spiano (ουσ αρσ )
spiantare (ρ. μτβ.)
spiantarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiantato (ουσ αρσ )
spiantato (επίθ.)
spiare (ρ. μτβ.)
spiata (θηλ.ουσ)
spiattellare (ρ. μτβ.)
spiattellatamente (επίρ.)
spiazzare (ρ. μτβ.)
spiazzata (θηλ.ουσ)
spiazzato (επίθ.)
spiazzo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---