Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spianàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [spjaˈnare]

είμαι επίπεδος ή ομαλός ή ίσιος

spianàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spjaˈnare]

1 κάνω κάτι επίπεδο
2 σιδερώνω
3 επιπεδώνω
4 καταστρέφω ολοσχερώς
5 στρώνω το έδαφος
6 εξομαλύνω
7 ισοπεδώνω
8 εξομαλίζω
9 λειαίνω
10 ισιώνω

spianarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [spjaˈnarsi]

1 χαλαρώνω
2 ξαπλώνομαι
3 απλώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spianabile spianata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spiacevole (επίθ.)
spiacevolezza (θηλ.ουσ)
spiacevolmente (επίρ.)
spiaggia (θηλ.ουσ)
spianabile (επίθ.)
spianare (ρ.αμτβ.)
spianare (ρ. μτβ.)
spianarsi (ρ.μ. (αντων.))
spianata (θηλ.ουσ)
spianatoia (θηλ.ουσ)
spianatoio (ουσ αρσ )
spianatore (ουσ αρσ )
spianatrice (θηλ.ουσ)
spianatura (θηλ.ουσ)
spiano (ουσ αρσ )
spiantare (ρ. μτβ.)
spiantarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiantato (ουσ αρσ )
spiantato (επίθ.)
spiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---