Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspianatóia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [spjanaˈtoja] ξύλο φουρνίσματος (που βάζουν επάνω ψωμί ή ταψί) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |