Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiacére  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [spjaˈʧere]

1 δεν μου αρέσει
2 λυπούμαι (σε φράσεις ευγενείας)
3 λυπώ
4 δυσαρεστώ
5 θλίβω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spiacente spiacevole  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ti spiace se... = σε πειράζει να...


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spia (θηλ.ουσ)
spiaccicare (ρ. μτβ.)
spiaccicarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiaccichio (ουσ αρσ )
spiacente (επίθ.)
spiacere (ρ.αμτβ.)
spiacevole (επίθ.)
spiacevolezza (θηλ.ουσ)
spiacevolmente (επίρ.)
spiaggia (θηλ.ουσ)
spianabile (επίθ.)
spianare (ρ.αμτβ.)
spianare (ρ. μτβ.)
spianarsi (ρ.μ. (αντων.))
spianata (θηλ.ουσ)
spianatoia (θηλ.ουσ)
spianatoio (ουσ αρσ )
spianatore (ουσ αρσ )
spianatrice (θηλ.ουσ)
spianatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---