Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspiaccichìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spjatʧiˈkio] 1 συμπίεση 2 θλίψη 3 ζουληγμένο πράγμα 4 σύνθλιψη 5 ζούλημα 6 ζούληγμα 7 ζούπισμα 8 ζούλισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |