Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spiaccicàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spjatʧiˈkare]

1 μαγκώνω
2 θλίβω
3 συμπιέζω
4 πιέζω
5 ζουλίζω
6 ζουλώ
7 ζουπίζω
8 ζουπώ

spiaccicarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [spjatʧiˈkarsi]

1 συνθλίβομαι
2 συμπιέζομαι
3 ζουλιέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spia spiaccichio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spezzettare (ρ. μτβ.)
spezzonamento (ουσ αρσ )
spezzonare (ρ. μτβ.)
spezzone (ουσ αρσ )
spia (θηλ.ουσ)
spiaccicare (ρ. μτβ.)
spiaccicarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiaccichio (ουσ αρσ )
spiacente (επίθ.)
spiacere (ρ.αμτβ.)
spiacevole (επίθ.)
spiacevolezza (θηλ.ουσ)
spiacevolmente (επίρ.)
spiaggia (θηλ.ουσ)
spianabile (επίθ.)
spianare (ρ.αμτβ.)
spianare (ρ. μτβ.)
spianarsi (ρ.μ. (αντων.))
spianata (θηλ.ουσ)
spianatoia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---