Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈspia] 1 (lampadina) το λαμπάκι 2 (agente segreto) ο κατάσκοπος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |