Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spezzettaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spettsettaˈmento]

1 κατατεμαχισμός
2 κόψιμο σε μικρά κομμάτια
3 θρυμμάτισμα
4 λιάνισμα
5 θρυμματισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spezzatura spezzettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spezzato (ουσ αρσ )
spezzato (επίθ.)
spezzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
spezzatrice (θηλ.ουσ)
spezzatura (θηλ.ουσ)
spezzettamento (ουσ αρσ )
spezzettare (ρ. μτβ.)
spezzonamento (ουσ αρσ )
spezzonare (ρ. μτβ.)
spezzone (ουσ αρσ )
spia (θηλ.ουσ)
spiaccicare (ρ. μτβ.)
spiaccicarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiaccichio (ουσ αρσ )
spiacente (επίθ.)
spiacere (ρ.αμτβ.)
spiacevole (επίθ.)
spiacevolezza (θηλ.ουσ)
spiacevolmente (επίρ.)
spiaggia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---