Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spezzóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spetˈtsone]

1 κομμάτι σφυρήλατο
2 κάβος πλοίου
3 ισχυρό σκοινί ενεργοποίησης κανονιού πλοίου (σε αρχαία κανόνια)
4 εμπρηστική βόμβα
5 κομμάτι καμένης κινηματογραφικής ταινίας
6 λαμαρίνα ή προφίλ σε ελαττωμένο μέγεθος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spezzonare spia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spezzatura (θηλ.ουσ)
spezzettamento (ουσ αρσ )
spezzettare (ρ. μτβ.)
spezzonamento (ουσ αρσ )
spezzonare (ρ. μτβ.)
spezzone (ουσ αρσ )
spia (θηλ.ουσ)
spiaccicare (ρ. μτβ.)
spiaccicarsi (ρ.μ. (αντων.))
spiaccichio (ουσ αρσ )
spiacente (επίθ.)
spiacere (ρ.αμτβ.)
spiacevole (επίθ.)
spiacevolezza (θηλ.ουσ)
spiacevolmente (επίρ.)
spiaggia (θηλ.ουσ)
spianabile (επίθ.)
spianare (ρ.αμτβ.)
spianare (ρ. μτβ.)
spianarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---