Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspetezzàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [spetedˈdzare], [spetetˈtsare] 1 πέρδομαι 2 πορδίζω 3 κλάνω 4 αφήνω πορδές permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |