Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spetezzàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [spetedˈdzare], [spetetˈtsare]

1 πέρδομαι
2 πορδίζω
3 κλάνω
4 αφήνω πορδές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spessore spett.  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spessezza (θηλ.ουσ)
spessimetro (ουσ αρσ )
spesso (επίθ.)
spesso (επίρ.)
spessore (ουσ αρσ )
spetezzare (ρ.αμτβ.)
spett. (σύντ.)
spettabile (επίθ.)
spettacolare (επίθ.)
spettacolarità (θηλ.ουσ)
spettacolo (ουσ αρσ )
spettacolosamente (επίρ.)
spettacoloso (επίθ.)
spettante (επίθ.)
spettanza (θηλ.ουσ)
spettare (ρ.αμτβ.)
spettatore (ουσ αρσ )
spettegolare (ρ.αμτβ.)
spettinare (ρ. μτβ.)
spettinato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---