Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspésso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈspesso] χοντρός (-ή, -ό) spésso επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [ˈspesso] συχνά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |